- εὐάνθεμον
- εὐ-άνθεμον, τό, Kamillen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εὐάνθεμον — a plant like camomile neut nom/voc/acc sg εὐάνθεμος flowery masc/fem acc sg εὐάνθεμος flowery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάνθεμος — εὐάνθεμος, ον (Α) 1. αυτός που είναι γεμάτος άνθη, ο ανθηρός 2. το ουδ. ως ουσ. τό ευάνθεμον φυτό που μοιάζει με το χαμομήλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άνθεμος (< άνθεμον «άνθος») πρβλ. πορφυρ άνθεμος, φιλ άνθεμος] … Dictionary of Greek
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek